[Seite 411] ἡ, οὐθέτερος, spätere Formen für οὐδένεια u. οὐδέτερος. Vgl. οὐθείς.
οὐθένεια: ἡ, μεγαγεν. τύπος ἀντὶ οὐδένεια, Εὐστ. Πονημάτ. 283, 65, κτλ.
οὐθένεια και οὐθενία, ἡ (Α)βλ. οὐδένεια.