οὐρητρίς

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A chamber-pot, Sch.Ar.V.803.

German (Pape)

[Seite 418] ίδος, ἡ, der Nachttopf, Schol. Ar. Vesp. 807, Suid. erkl. οὐρηϊνὸν ἀγγεῖον.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρητρίς: -ίδος, ἡ, οὐροδοχεῖον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 599.

Greek Monolingual

οὐρητρίς, -ίδος, ἡ (Α)
δοχείο για ούρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + επίθημα -τρίς (πρβλ. αυλη-τρίς)].