οὐριβάτας

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

[βᾰ], ου, ὁ, poet. for ὀρειβάτης,

   A walking the mountains, E.Fr.773.27 (lyr.), cj. in Id.El.170 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

οὐριβάτας: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ ὀρειβάτης, ὁ περιπατῶν εἰς τὰ ὄρη, Εὐρ. Ἠλ. 170, Ἀποσπ. 775. 25· ὀριβάτας Ἀριστοφ. Ὄρν. 276. - Περὶ τοῦ τύπου ἰδὲ Dind. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
poét. c. ὀρειβάτης.

Greek Monolingual

οὐριβάτας, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. ορειβάτης.