ὀχθᾶσθαι

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ἀπὸ τοῦ ὄχθη, οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν, Hsch.

Greek Monolingual

ὀχθᾱσθαι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀπὸ τοῡ ὄχθη, οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Έχει προταθεί η διόρθ. του τ. σε ὀχθεῖσθαι].