ὄχθη

From LSJ

πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄχθη Medium diacritics: ὄχθη Low diacritics: όχθη Capitals: ΟΧΘΗ
Transliteration A: óchthē Transliteration B: ochthē Transliteration C: ochthi Beta Code: o)/xqh

English (LSJ)

ἡ, older form of ὄχθος, any height or rising ground, natural or artificial, bank, dyke by the side of a river, ὑψηλὴν βάλεν ὄχθην Il. 21.171, cf. 172: in sg., also, Plu.Publ.16, Arr.An.1.14.4, CPHerm. 95.10 (iii A. D.): mostly in plural, raised banks of a river, in full, ποταμοῖο παρ' ὄχθας Il.4.487, 18.533, cf. 3.187; παρ' ὄχθῃσιν ποταμοῖο Od. 6.97; Καφισοῦ παρ' ὄχθαις Pi.P.4.46, cf. Xenoph.2.21, A.Pr.810, Th. 392, etc.; ὄχθαι καπέτοιο the raised banks of the trench, dykes, Il.15.356; also, heights beside the sea, ἁλὸς παρ' ὄχθας Od.9.132; ταὶ ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄ. Pi.P.1.18, cf. 12.2; also of rising banks at a little distance from a river, X.An.4.3.3 and 5: ὄχθη is distinguished as the bank of a river, from ὄχθος a hill, in S.Ph.726, 729 (both lyr.); and this distinction generally holds, but in Pi.P.1.64 we read ὄχθαις ὑπὸ Ταϋγέτου; and in S.Ant.1132 (lyr.), Νυσαίων ὀρέων ὄχθαι; reversely, we have in Sapph.p.44 Lobel, ὄχθοις Ἀχέροντος; in A.Ag.1161, Ἀχερουσίους ὄχθους; and in E.Supp.655, Ἰσμήνιον πρὸς ὄχθον; in late Prose, τὴν ὄχθαν (sic) τῆς θαλάσσης sea-shore, Aët.2.203.—Cf. ὄχθος.

German (Pape)

[Seite 430] ἡ, wie ὄχθος, jede Erhöhung, Hügel, bes. die hohen Uferränder der Flüsse, ποταμοῖο, Il. 4, 481. 18, 533 Od. 6, 97; ὄχθαι καπέτοιο, die erhöheten Grabenränder, Il. 15, 356; auch ἁλός, hügelige Meergestade, Od. 9, 132; ταὶ ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι, Pind. P. 1, 68; Καΐκου παρ' ὄχθαις, I. 4, 97; übh. Hügel, Berg, ὄχθαις ὕπο Ταϋγέτου, P. 1, 64 u. öfter; παρ' ὄχθαις ποταμίαις, Aesch. Spt. 374; Prom. 811; Νυσαίων ὀρέων κισσήρεις ὄχθαι, Soph. Ant. 1119; vom Flußufer Phil. 716, wie Νείλου παρ' ὄχθαις Eur. Hel. 498; vom Flußufer auch Xen. An. 4, 3, 3 ff.; Sp., wie Luc. Mar. D. 13, 1.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
rive escarpée, bord élevé.
Étymologie: cf. ὄχθος.

Russian (Dvoretsky)

ὄχθη:
1 высокий край, гребень, вал (καπέτοιο Hom.);
2 высокий берег (ποταμοῖο Hom.; Νείλου Eur.);
3 возвышенность, цепь холмов, нагорье (ὄχθαι Ταϋγέτου Pind.): ὀρέων κισσήρεις ὄχθαι Soph. заросшие плющем нагорья.

Greek (Liddell-Scott)

ὄχθη: ἡ, ἀρχαιότερος τύπος τοῦ ὄχθος, πᾶν ὕψωμα, λόφοςπρόχωμα φυσικὸν ἢ τεχνητόν, ὄχθη παρὰ ποταμόν, ὑψηλὴν βάλεν ὄχθην Ἰλ. Φ. 171, πρβλ. 172, 175· ἐν τῷ ἑνικῷ ὡσαύτως Πλουτ. Ποπλικ. 16, Ἀρρ. Ἀν. 1. 14· - κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., αἱ ὑψηλαὶ ὄχθαι ποταμοῦ· πλῆρες: ποταμοῖο παρ’ ὄχθας
Ἰλ. Δ. 487., Σ. 533, πρβλ. Γ. 187· παρ’ ὄχθῃσιν ποταμοῖο Ὀδ. Ζ. 97· Καφισοῦ παρ’ ὄχθαις Πινδ. Π. 4. 81, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 810, Θήβ. 392, κλ.· ὄχθαι καπέτοιο, τὰ ὑψηλὰ ἑκατέρωθεν χείλη τῆς τάφρου, Ἰλ. Ο. 356· ὡσαύτως, λόφοι ψαμμώδεις παρὰ τὴν θάλασσαν (πρβλ. θίς), ἁλὸς ὄχθαι Ὀδ. Ι. 132 ταὶ ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι Πινδ. Π. 1. 34, πρβλ. 12. 3· ὡσαύτως ἐπὶ ὑψωμάτων εἰς μικρὰν ἀπόστασιν ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 3 καὶ 5, πρβλ. 11 καὶ 17. - Πολλοὶ ἀρχαῖοί τε καὶ νεώτεροι ἐνόμισαν ὅτι τὸ ὄχθη λέγεται ἀείποτε ἐπὶ τῆς ὑψουμένης παρὰ τὸ ῥεῦμα ποταμοῦ γῆς, τὸ δὲ ὄχθος ἀείποτε ἐπὶ λόφου, ὡς διακρίνονται παρὰ Σοφ. ἐν Φιλ. 726, 729. καὶ ἡ διάκρισις αὔτη καθόλου ἀληθεύει ἀλλ’ ἐν Πινδ. Π. 1. 123 ἀναγινώσκομεν: ὄχθαις ὑπὸ Ταϋγέτου· καὶ παρὰ Σοφ. ἐν Ἀντ. 1132, Νυσαίων ὀρέων ὄχθαι· ἐν ᾧ τἀνάπαλιν, ἔχομεν παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 1161, Ἀχερουσίους ὄχθους· ἐν Εὐρ. Ἱκέτ. 655, Ἰσμήνιον πρὸς ὄχθον. Πρβλ. ὄχθος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄχθη· χεῖλος ποταμοῦ».

English (Autenrieth)

(ἔχω): bank of a river, the sea, a trench, Il. 15.356; mostly pl., sing., Il. 21.17, 171 f.

Greek Monotonic

ὄχθη: ἡ, αρχ. τύπος του ὄχθος, έδαφος που εξέχει, όχθη, το χείλος των πλευρών ενός ποταμού, σε Ομήρ. Ιλ.· κυρίως στον πληθ., υψωμένες όχθες ποταμού, σε Όμηρ.· ὄχθαικαπέτοιο, χείλος τάφρου, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, οι αμμόλοφοι ή τα υψώματα από άμμο στην ακρογιαλιά (πρβλ. θίς), σε Ομήρ. Οδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f., usually pl. -αι
Meaning: 'high and rocky edge by the water, bank, shore' (Il.).
Derivatives: ὄχθος m. height, hill (Ion. since h.Ap.17), hunch, outgrowth, tubercle (medic.) with ὀχθ-ηρός hilly (hell.), -ώδης full of outgrowth, tuberculous (D. H., medic.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Ending (suffix) as in μόχθος, βρόχθος a.o. (Schwyzer 510f., Chantraine Form. 366f.), but the usual connection with ἔχω is not convincing materially. Not very convincing either Grošelj Živa Ant. 5, 229 f.: to Av. vaγδana- head (cf. on ὄχθοιβος). -- On εὔοχθος, -έω s. v. -- Furnée 110 etc. compares ἀκτή promontory, edge, which would point to a Pre-Greek word.

Middle Liddell

ὄχθη, ἡ,
older form of ὄχθος, a rising ground, a bank, dyke by the side of a river, Il.: mostly in plural the raised banks of a river, Hom.; ὄχθαι καπέτοιο the banks of the trench, Il.; also the dunes or denes along the sea (cf. θίσ), Od.

Frisk Etymology German

ὄχθη: {ókhthē}
Grammar: f., gew. pl. -αι
Meaning: ’hoher und felsiger Rand am Wasser, Uferrand, Gestade’ (ep. poet. seit Il.);
Derivative: ὄχθος m. Anhöhe, Hügel (ion. poet. seit h.Ap.17), Buckel, Auswuchs, Tuberkel (Mediz.) mit ὀχθηρός hügelig (hell. u. sp.), -ώδης voller Auswüchse, tuberkulös (D. H., Mediz.).
Etymology : Ausgang (Suffix) wie in μόχθος, βρόχθος u.a. (Schwyzer 510f., Chantraine Form. 366f.), aber die gewöhnliche Anknüpfung an ἔχω überzeugt sachlich nicht. Wenig überzeugend auch Grošelj Živa Ant. 5, 229 f.: zu aw. vaγδana- Kopf (vgl. zu ὄχθοιβος). — Zu εὔοχθος, -έω s. bes.
Page 2,456

English (Woodhouse)

mound, natural mound, of a river

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ὕψωμα, λόφος). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Πιθανόν ἀπό τό ἔχω.