ὀχλοκρασία
German (Pape)
[Seite 430] ἡ, Vermischung mit dem Pöbel, zw., vgl. Lob. Phryn. 526.
Greek Monolingual
ὀχλοκρασία, ἡ (Α)
(δ. γρφ.) βλ. οχλοκρατία.
[Seite 430] ἡ, Vermischung mit dem Pöbel, zw., vgl. Lob. Phryn. 526.
ὀχλοκρασία, ἡ (Α)
(δ. γρφ.) βλ. οχλοκρατία.