πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter
η (ΑΜ ὀχλοκρατία και δ. γραφ. ὀχλοκρασία και ὀχλοκράτεια)πολιτική κατάσταση κατά την οποία επικρατεί ο όχλοςνεοελλ.μτφ. αναρχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + -κρατία (< -κράτης < κρατῶ), πρβλ. δημο-κρατία].