οὔτοι και οὔ τοι (Α)επίρρ.1. βεβαίως όχι, πραγματικά όχι («χερσὶ μὲν οὔτοι ἐγὼ γε μαχήσομαι εἵνεκα κούρης», Ομ. Ιλ.)2. (με το πότε) όντως ουδέποτε («ούτοι ποθ' ουχθρούς, ουδ' όταν θάνῃ», Σοφ.).