η (Α ὀψοθήκη)μέρος όπου φυλάσσονται τα όψα, οψοφυλάκιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψονν «τροφή, έδεσμα» + θήκη (πρβλ. βιβλιο-θήκη)].