και παγίδι, τοοστό πλευράς ανθρώπου ή ζώου μαζί με τις σάρκες.[ΕΤΥΜΟΛ. < παγίδ-ιον < παγίς, -ίδος. Απίθανη φαίνεται η προέλευση του τ. από το ουσ. πλαγίδα].