παΐδι

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

και παγίδι, το
οστό πλευράς ανθρώπου ή ζώου μαζί με τις σάρκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παγίδ-ιον < παγίς, -ίδος. Απίθανη φαίνεται η προέλευση του τ. από το ουσ. πλαγίδα].