ὀφλοί

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ὀφειλέται, ὀφειλαί, Hsch. ὀφνίς· ὕννις, ἄροτρον, Id.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφλοί: «ὀφειλέται· ὀφειλαὶ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὀφλοὶ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὀφειλέται, ὀφειλαί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < από το θ. ὀφλ- του αορ. β' ὦφλον του ρ. ὀφείλω].