παλίμπεμπτος

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 448] zurückgeschickt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παλίμπεμπτος: -ον, ὁ ὀπίσω πεμφθείς, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notices des Mss. 8, σ. 147.

Greek Monolingual

παλίμπεμπτος, -ον (Μ)
αυτός που έχει σταλεί πίσω, αυτός που έχει επιστραφεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πεμπτός (< πέμπω)].