παμμέγιστος

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait grand.
Étymologie: Sp. de παμμέγας.

Greek Monolingual

-η, -ο
πάρα πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης, πελώριος.