παλιατζήδικο

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
κατάστημα αγοράς και πώλησης παλαιών, ιδίως μεταχειρισμένων, αντικειμένων, παλαιοπωλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. παλιατζήδες του παλιατζής + κατάλ. -ικο (πρβλ. πατσατζήδικο)].