παλαιστροφύλαξ

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A superintendent of a wrestling-school, Hp.Epid.6.8.30, IG5(2).47 (Tegea), Inscr.Délos 372 A98 (200 B.C.), OGI345.22 (Delph., i B. C.), Epigr.Gr.411, Ael.VH8.14; π. τοῦ μεγάλου γυμνασίου PRyl.121.3 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 446] ακος, ὁ, Aufseher des Ringplatzes, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιστροφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ, ὁ φύλαξ ἢ ἐπιμελητὴς τῆς παλαίστρας, Ἱππ. 1201F, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 411, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 14.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
surveillant du gymnase ou de la lutte.
Étymologie: παλαίστρα, φύλαξ.

Greek Monolingual

παλαιστροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
επιμελητής της παλαίστρας, επιστάτης παλαίστρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαίστρα + φύλαξ.