πανδημικός

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που έχει την μορφή ή τον χαρακτήρα πανδημίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πανδημία. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Καιροί].