πανθαρσής

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ές,

   A exceeding bold, Man.2.171.

German (Pape)

[Seite 460] ές, ganz dreist, Maneth. 2, 171.

Greek (Liddell-Scott)

πανθαρσής: -ές, καθ’ ὑπερβολὴν εὐθαρσής, Μανέθων 2. 171.

Greek Monolingual

-ές, Α
εξαιρετικά θαρραλέος, πολύ γενναίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -θαρσής (< θάρσος), πρβλ. πολυ-θαρσής].