πανελλαδικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ολόκληρη την Ελλάδα ή αυτός που καλύπτει ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, πανελλήνιος.
επίρρ...
πανελλαδικά
σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ελλαδικός].
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ολόκληρη την Ελλάδα ή αυτός που καλύπτει ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, πανελλήνιος.
επίρρ...
πανελλαδικά
σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ελλαδικός].