παντάδικος

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ον,

   A all-unrighteous, πλοῦτος Ph. 2.362.

German (Pape)

[Seite 462] ganz ungerecht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παντάδικος: -ον, ὅλως ἄδικος, Φίλων 2. 362, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 266.

Greek Monolingual

-ον, Α
εξ ολοκλήρου άδικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + ἄδικος.