ἄδικος

From LSJ

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄδῐκος Medium diacritics: ἄδικος Low diacritics: άδικος Capitals: ΑΔΙΚΟΣ
Transliteration A: ádikos Transliteration B: adikos Transliteration C: adikos Beta Code: a)/dikos

English (LSJ)

ἄδικον, (δίκη) of persons,
A wrongdoing, unrighteous, unjust: ἄνθρωποι Hes.Op.260: Comp. ἀδικώτερος ib.272; δίκαν ἐξ ἀδίκων ἀπαιτῶ A.Ch.398 (lyr.): Sup. ἀδικώτατος S.Tr.1011 (lyr.): ἄδικος εἴς τι unjust in a thing, ἄδικος ἔς τινα towards a person, Hdt.2.119; ἄδικος εἰς χρήματα X.Cyr.8.8.6; περί τινα ib.27; ἄ. [ἐν τῷ ἀστραγαλίζειν] one who plays unfairly, Pl.Alc.1.110b: c. inf., so unjust as to... Ep.Heb.6.10.
2 ἄδικοι ἵπποι obstinate, unmanageable, X.Cyr.2.2.26; ἄδικος γνάθος the hard mouth of a horse, Id.Eq.3.5.
II of things, unjust, unrighteous, ἔργα Hes.Op.334, Hdt.1.5; ἕργματα Thgn.380, Sol.13.12; ἄδικα φρονέειν Thgn.395; ἄδικος λόγος freq. in Ar.Nu.; ἄρχειν χειρῶν ἀδίκων begin an assault, Antipho 4.2.1, Lys.4.11, cf. X.Cyr.1.5.13, D.47.39; τὸ δίκαιον καὶ τὸ ἄδικον, τὰ δίκαια καὶ τὰ ἄδικα = right and wrong, Pl.Grg.460a, etc.; πλοῦτος ἄδικος ill-gotten gains, unrighteous, Isoc.1.38; ζυγὸν ἄδικον LXX Am.8.5; νομὴ ἄ. οὐδὲν ἰσχύει PTeb.286.7 (ii A.D.); ἡ ἄδικος . . συναγωγὴ ἀνδρὸς καὶ γυναικός the unrighteous union, Pl.Tht.150a; ἄδικος δίκη = vexatious suit, Cratin.19D.
2 of the punishment of wrongdoing, Ζεὺς νέμων ἄδικα κακοῖς A.Supp.404 (lyr.), cf. E.Or.647.
III ἄδικος ἡμέρα, i.e. ἄνευ δικῶν, a day on which the courts were shut, Luc.Lex.9: δίκαιος ἄδικος who has not appeared in court, Archipp.46.
IV Adv. ἀδίκως Sol.13.7, A.Ag.1546; τοὺς ἀδίκως θνῄσκοντας S.El.113 (anap.); εἴτε ὦν δὴ δικαίως εἴτε ἀδίκως jure an injuria, Hdt.6.137; δικαίως καὶ ἀδίκως Pl. Lg.743b; οὐκ ἀδίκως = not without reason, h.Merc.316, Simon.89.3, Pl.Phd. 72a.

Spanish (DGE)

(ἄδῐκος) -ον
A I1impío, que viola la ley divina Σαλμωνεύς Hes.Fr.10.3, ἄ. Ἐχίονος γόνον E.Ba.995, op. εὐσεβής 2Ep.Petr.2.9, βιβλία Call.Fr.191.11, φθέγγεσθαι ἄδικα hablar impiedades LXX Sap.1.8.
2 que realiza daño físico o moral esp. ofensor, agresor ἄρχειν χειρῶν ἀ. Antipho 4.2.1, Lys.4.11, X.Cyr.1.5.13, D.47.39
pérfido Call.Fr.556
de abstr. vejatorio λαβεῖν χρή μ' ἀντὶ τοῦδε τοῦ κακοῦ ἄ. τι παρὰ σοῦ E.Or.647
en neutr. plu. daños, males νέμων ... ἄδικα μὲν κακοῖς distribuyendo castigos a los malos A.Supp.404, cf. Plu.2.82f.
3 gener. injusto, en contra de la justicia ἄνθρωποι Hes.Op.260, ἀνήρ Hes.Op.272, δίκαν ἐξ ἀδίκων ἀπαιτῶ A.Ch.398, δίκας τ' ἀδίκους νικᾶν ἐπὶ κέρδεσιν αἰσχροῖς Cratin.353, πάντων Ἑλλάνων ἀδικώτατοι ἀνέρες S.Tr.1011, ὁ ἄ. οὐχ ἑκὼν ἄ. Pl.Lg.731c, οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων ... ἄ. Eu.Luc.18.11, ἄ. ἐς Αἰγυπτίους injusto con los egipcios Hdt.2.119, περὶ ἐμέ X.An.1.6.8, εἰς χρήματα en relación con el dinero X.Cyr.8.8.6
c. inf. οὐ γὰρ ἄ. ὁ θεὸς ἐπιλαθέσθαι τοῦ ἔργου ὑμῶν Ep.Hebr.6.10
tramposo ἄ. (ἐν τῷ ἀστραγαλίζειν) Pl.Alc.1.110b
de cosas ἔργα ἄ. Hes.Op.334, Hdt.1.5, ἔργματα Thgn.380, Sol.1.12, γάμοι Nonn.D.2.130, πλοῦτος Isoc.1.38, νομὴ ἄ. οὐδὲν ἰσχύει PTeb.286.7 (II d.C.), δίκαια κἄδικα causas justas e injustas Ar.Nu.99, λόγος ἄ. razonamiento para ganar una causa injusta Ar.Nu.116, ἀνάγκη αὐτὸν εἰδέναι τὰ δίκαια καὶ τὰ ἄ. Pl.Grg.460a
ilícito συναγωγὴ ἀνδρὸς καὶ γυναικός Pl.Tht.150a
fraudulento ποιῆσαι ζυγὸν ἄδικον hacer fraudulento el peso LXX Am.8.5, τὸ χαλκοῦν (μέτρον) ἄ. ἐστι la (medida) de bronce es fraudulenta, POxy.717.10 (I a.C.).
4 de anim. que no obedece a la doma, indócil ἵπποι X.Cyr.2.2.26, γνάθος ἄ. de caballos que tienen boca dura X.Eq.3.5.
II dañado, perjudicado τὰ ἐντὸς ἄ. γίγνεται de perros enfermos, X.Cyn.7.4.
III adv. ἀδίκως
1 contra la norma o razón οὐκ ἀδίκως h.Merc.316, Simon.87D., cf. Pl.Phd.72a.
2 injustamente χρήματα ... ἀδίκως πεπᾶσθαι Sol.1.7, ἀ. ἐπικρᾶναι A.A.1546, τοὺς ἀδίκως θνῄσκοντας S.El.113, εἴτε ὦν δὴ δικαίως εἴτε ἀδίκως Hdt.6.137, δικαίως καὶ ἀδίκως Pl.Lg.743b, ἀδίκως ἀθροίσας E.Or.648, ἀδίκως πάσχειν 1Ep.Petr.2.19.
B ἄδικος ἡμέρα = día en el que no hay procesos Luc.Lex.9
de pers. δίκαιος ἄδικος = hombre honrado que no ha sido demandado Archipp.51.

German (Pape)

[Seite 35] ον (δίκη), ungerecht, zuerst Hes. O. 262. 336; ἀδικώτερος 174; Pind. ἀπ' ἀδίκων ἔχειν ψυχάν Ol. 2, 76, fern vom Unrecht; ἔργα Her. 1, 5; γνῶμαι 1, 96; sehr häufig bei den Attikern, sowohl Trag. als Prosa, bes. von Personen u. von der Gesinnung: φρένες Antig. 786; φρόνημα Aesch. Ch. 990; ἄδικος περί τινα Xen. Cyr-8, 8, 27 An. 1, 6, 8, gegen Jemand; τὸ ἄδικον u. τὰ ἄδικα stehen oft substantivisch, das Unrecht; χεῖρες ἄδ., thätliche Beleidigungen, s. αἰκία, wohin ἀδίκων ἄρχειν, Ael. V. H. 1, 14, gehört; ἄδ. λόγος, eine sich des Unrechts annehmende Rede, Ar. Nub. 890. – Adv. ἀδίκως, mit Unrecht, οὐκ ἀδίκως, mit Recht, H. h. Merc. 316; Plat. Phaed. 72 a; – ἡμέρα ἄδ., dies nefastus, wo kein Gericht gehalten wird, Luc. Lexiph. 9, als harter Ausdruck getadelt von Poll. 7, 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 injuste, qui fait tort ; τὸ ἄδικον, τὰ ἄδικα = l'injustice, l'injuste ; χεῖρες ἄδικοι agression injuste ; ἄρχειν χειρῶν ἀδίκων ÉL être l'agresseur;
2 indocile, rétif;
NT: mauvais, pécheur ; malhonnête, injuste ; incroyant.
Étymologie: , δίκη.

Russian (Dvoretsky)

ἄδῐκος:
1 несправедливый, неправильно поступающий (ἔς τινα Her., тж. πρός и περί τινα Xen., Plat.): περιπίπτειν ἀδίκοισι γνώμῃσι Her. быть жертвой несправедливых приговоров; ἄδικα ἐργα Her. и χεῖρες ἄδικοι Xen. обиды, насилия; ἄρχειν χειρῶν ἀδίκων Xen., Dem. прибегать к насилию первым, быть обидчиком;
2 неправедный, неправый, нечестный (φρόνημα Aesch.; φρένες Soph.): πλοῦτος ἄ. Isocr. нечестно нажитое богатство;
3 незаконный (ξυναγωγὴ ἀνδρὸς καὶ γυναικός Plat.);
4 плохой, негодный (οἰκέτης, ἵππος Xen.);
5 свободный от судебных заседаний, неприсутственный (лат. nefastus) (ἡμέρα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄδῐκος: -ον, (δίκη) ἐπὶ προσώπων, ὁ πράττων τι παρὰ τὸ δίκαιον, ἄδικος, πρῶτον παρ’ Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 258, 332˙ ἀδικώτερος, αὐτόθι 270˙ ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. 2. 119, καὶ ἀλλ., καὶ λίαν συχν. παρ’ Ἀττ., δίκαν ἐξ ἀδίκων ἀπαιτῶ, Αἰσχύλ. Χο. 398, πρβλ. Ἱκ. 404, κτλ.˙ ἀδικώτατος, Σοφ. Τρ. 1011: -ἄδ. εἴς τι, δηλ. ὡς πρός τι πρᾶγμα˙ - ἔς τινα, πρός τινα ἄνθρωπον, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ περί τινα, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 6 καὶ 27˙ μετ’ ἀπαρ., τόσον ἄδικος ὥστε νὰ ... Ἐπ. πρὸς Ἑβρ. ϛ΄, 10. 2) ἄδ. ἵπποι = δυστράπελοι, ἀτίθασοι, ἀκυβέρνητοι, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 26˙ οὕτως, ἄδ. γνάθος, εἶνε τὸ σκληρὸν στόμα ἵππου, ὁ αὐτ. Ἱππ. 3. 5˙ πρβλ. ἀδικόμαχος. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὸ ἀδίκως πεπραγμένον, τὸ κακόν, τὸ βλαβερόν, τὸ ἄδικον, ἔργματα, Θέογν. 380, Σόλων 15. 33˙ ἄδικα φρονέειν, Θέογν. 395˙ ἔργα, Ἡροδ. 1. 5: -ἄδ. λόγος, συχν. ἐν Ἀριστοφ. Νεφ: - ἀδίκων χειρῶν ἄρχειν = ἀρχίζω πρῶτος ἐγὼ νὰ ἀδικῶ, νὰ ἐπιτίθεμαι, Ἀντιφῶν 126. 6˙ Ξεν. Κυρ. 1. 5, 13˙ τὸ δίκαιον καὶ τὸ ἄδ., τὰ δίκαια καὶ ἄδικα, Πλάτ. Γοργ. 460Ε, κτλ.˙ ἄδ. πλοῦτος = κακῶς, ἀδίκως κτηθείς, Ἰσοκρ. 10D ἡ ἄδικος ... ξυναγωγὴ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, ἡ ἄδικος, κακὴ ἕνωσις, Πλάτ. Θεαίτ. 150Α, πρβλ. Ἑρμάν. Opusc. 1. 77. ΙΙΙ. ἄδ. ἡμέρα, ὅ ἐ. ἄνευ δικῶν, ἡμέρα, καθ’ ἣν τὰ διακστήρια ἦσαν κεκλεισμένα, Λατ. dies nefastus. Λουκ. Λεξιφ. 6˙ πρβλ. Ἄρχιππ. Ἄδηλ. 4. IV. Ἐπίρρ. ἀδίκως, Σόλων 13, 7, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1546˙ τοὺς ἀδ. θνήσκοντας, Σοφ. Ἠλ. 113˙ εἴτε ὦν δὴ δικαίως εἴτε ἄδ., Ἡρ. 6. 137˙ δικαίως καὶ ἀδ., Πλάτ. Νομ. 743Β˙ οὐκ ἀδ., οὐχὶ ἄνευ λόγου, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 316, Σιμων. 92, Λυσίας 96. 5, Πλάτ. Φαίδων 72Α.

English (Slater)

ᾰδῐκος, -ον unjust, wrong ἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων (P. 6.48) n. pl. pro subs., ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψυχάν (O. 2.69)

English (Abbott-Smith)

ἄδικος, -ον (< δίκη), [in LXX for שׁקר, עול, etc.;]
1.unjust: Ro 3:5, He 6:10.
2.unrighteous, wicked: Lk 16:11 18:11, Ac 24:15, I Co 6:1,9 I Pe 3:18; opp. to δίκαιος, Mt 5:45; to εὐσεβής, II Pe 2:9; to πιστός, Lk 16:10 (Cremer, 200). †

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and δίκη; unjust; by extension wicked; by implication, treacherous; specially, heathen: unjust, unrighteous.

English (Thayer)

(δίκη) (from Hesiod down); descriptive of one who violates or has violated justice:
1. unjust (of God as judge): of one who breaks God's laws, unrighteous, sinful (see ἀδικία, 2): (δίκαιος, εὐσεβής, ἄδικοι, ἁμαρτωλός, b. β.).
3. specifically, of one who deals fraudulently with others, πιστός); deceitful, μαμωνᾶς, ibid. ἀδικία, 2b.).

Greek Monotonic

ἄδῐκος: -ον (δίκη),
I. 1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που πράττει το άδικο, ανέντιμος, μη ενάρετος, άδικος, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ἀδικώτατος, σε Σοφ.· ἄδικος εἴς τι, άδικος ως προς κάτι· ἔς τινα, προς, απέναντι σε κάποιον άνθρωπο, σε Ηρόδ.· περί τινα, σε Ξεν.· με απαρ., τόσο άδικος ώστε να..., σε Καινή Διαθήκη
2. ἄδικοι ἵπποι, ξεροκέφαλοι, ατίθασοι, ακυβέρνητοι, αδάμαστοι, σε Ξεν.
II. λέγεται και για πράγματα, τα ἀδίκως πεπραγμένα, το κακό, το άδικο, το βλαβερό· ἔργματα, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.· τὸ δίκαιον καὶ τὸ ἄδικον, τὰ δίκαια καὶ ἄδικα, το καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο, σε Πλάτ.
III. επίρρ. -κως, σε Σόλωνα κ.λπ.· τοὺς ἀδίκως θνήσκοντας, σε Σοφ.· εἴτε δικαίως εἴτε ἀδίκως, jure an injuria, σε Ηρόδ.· οὐκ ἀδίκως, όχι άνευ λόγου, όχι άνευ δίκαιας αιτίας, σε Πλάτ.

Middle Liddell

δίκη
I. of persons, wrong-doing, unrighteous, unjust, Hes., Hdt., etc.; ἀδικώτατος Soph.:— ἄδ. εἴς τι unjust in a thing, ἔς τινα towards a person, Hdt.; περί τινα Xen.; c. inf. so unjust as to . . NTest.
2. ἄδ. ἵπποι obstinate, unmanageable, Xen.
II. of things, wrongly done, wrong, unjust, ἔργματα Theogn., Hdt., etc.; τὸ δίκαιον καὶ τὸ ἄδ., τὰ δίκαια καὶ ἄδικα right and wrong, Plat.
III. adv. -κως, Solon, etc.; τοὺς ἀδ. θνήσκοντας Soph.; εἴτε δικαίως εἴτε ἀδ. jure an injuria, Hdt.; οὐκ ἀδ. not without reason, Plat.

Chinese

原文音譯:¥dikoj 阿-笛可士
詞類次數:形容詞(12)
原文字根:不-義 相當於: (עָוֶל‎ / עַוְלָה‎ / עֹלָה‎ / עֹלָתָה‎)
字義溯源:不義的,不當的,不公義的,惡的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(δίκη / καταδίκη)*=公正)組成。參讀 (ἀδίκως)的比較
出現次數:總共(13);太(1);路(4);徒(1);羅(1);林前(2);來(1);彼前(1);彼後(2)
譯字彙編
1) 不義(4) 路16:10; 路16:11; 路18:11; 羅3:5;
2) 不義的(3) 路16:10; 林前6:9; 彼前3:18;
3) 不義的人(3) 太5:45; 林前6:1; 彼後2:9;
4) 他們行不義的(1) 彼後2:13;
5) 惡(1) 徒24:15;
6) 不公義(1) 來6:10

English (Woodhouse)

criminal, unfair, unjust, unlawful, wicked

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού δέν εἶναι δίκαιος). Ἀπό τό α στερητ. + δίκη. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀδικῶ, ἀδίκημα, ἀδικητέον, ἀδίκησις, ἀδικητής, ἀδικία.

Lexicon Thucydideum

iniustus, iniquus, unjust, unfair, 1.71.5, 2.63.2. 3.9.2, 3.42.3. 3.52.2, 3.64.4, 3.67.7, 3.82.8, 4.61.8, 4.85.6, 4.86.6, 6.16.4, 6.38.3,
Comp. comparative 3.42.3, 3.63.3,
SUP. 6.39.2.

Translations

Arabic: ظَالِم‎, جَائِر‎; Armenian: անարդար; Aromanian: nidreptu; Asturian: inxustu; Bulgarian: несправедлив; Catalan: injust; Chinese Mandarin: 不公平的, 不公正的, 非正義的, 非正义的; Czech: nespravedlivý; Dutch: onrechtvaardig; Finnish: epäoikeudenmukainen; French: injuste; Galician: inxusto; Georgian: უსამართლო; German: ungerecht; Ancient Greek: ἄδικος; Hungarian: nem tisztességes, igazságtalan; Icelandic: ranglátur; Irish: ainfhíréanta, aincheart, neamhchóir, éagórach, éigeart, neamhfhíréanta; Italian: ingiusto; Japanese: 不正な; Korean: 옳지 않은; Latin: iniurus; Macedonian: неправеден; Old English: unrihtwīs; Persian: غیر عادلانه‎, غیر منصفانه‎, نامردی‎; Plautdietsch: onjerajcht; Polish: niesprawiedliwy; Portuguese: injusto; Romanian: nedrept, injust; Russian: несправедливый; Spanish: injusto; Swedish: orättvis, vrång; Turkish: adaletsiz