πανομιλεί

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

Adv.

   A in whole troops, A.Th.296 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 461] in ganzen Haufen, schaarenweise, neben πανδημεί Aesch. Spt. 278.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνομῑλεί: σὺν παντὶ τῷ ὁμίλῳ, μεθ’ ὅλου τοῦ πλήθους, Αἰσχύλ. Θήβ. 296· πρβλ. πανδημεί.

French (Bailly abrégé)

adv.
en troupe compacte, en masse.
Étymologie: πᾶν, ὅμιλος.

Greek Monolingual

και πανομιλί Α
επίρρ. με όλο το πλήθος, πανδημεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὅμιλος + επιρρμ. κατάλ. -εί (πρβλ. παμμελ-εί)].