πανδημεί
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
or πανδημί, Dor. πανδᾱμεί or παν-μί A.Th.296, Eu.1038(both lyr.):—Adv. of πάνδημος, with the whole people, in a mass or body, Hdt.6.63, 7.120, al.; π. προπέμπεσθαι ἐπὶ θάνατον Isoc.10.27; π., πανομιλεί A. Th.l.c., cf. Eu. l.c.; π. θύειν Th.1.126; στρατεῦσαι Id.5.33, cf. 1.73,90, 4.42, Pl.Lg.814a; παρεῖναι And.3.18; ἐξελθεῖν Lys.2.49; τὸν βάρβαρον π. δέκεσθαι Hdt.7.144, cf. 6.16, 8.40, 72. [-ῑ Trag. (nisi leg. -εί); -ῐ AP5.43 (Rufin.); written -ί in IG12(2).526 A 8, B 2 (Eresus, iv/iii B. C.), Ἀρχ. Δελτ. 9 παρ. 53 (ibid.); -εί in BGU646.20 (ii A. D.).]
German (Pape)
[Seite 458] adv. zu πάνδημος, mit dem ganzen Volke, in Masse; ποτὶ πύργους πανδημεί, πανομιλεὶ στείχουσιν, Aesch. Spt. 278, Eum. 991; ἐπ ῆλθον βοηθέοντες πανδημεί, Her. 6, 108, vgl. 9, 37; ἔξοδόν τινα πανδ. ἐποιήσαντο u. ä. oft Thuc.; στρατεύεσθαι, Plat. Legg. VII, 814 a, wie Dem. 59, 4. 101 u. Folgde; Pol. 2, 2, 7. 4, 16, 11; Plut.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec le peuple entier, en corps, en masse.
Étymologie: πᾶν, δῆμος.
Greek Monolingual
και πανδημί / δωρ. τ. πανδαμεί και πανδαμί, ΝΑ
επίρρ. με την συμμετοχή όλου του λαού, συν γυναιξί καί τέκνοις, με όλους μαζί, αθρόως
αρχ.
φρ. «πανδημεὶ στρατεύω» — εκστρατεύω με πανστρατιά, με κινητοποίηση όλων των στρατιωτικών δυνάμεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάνδημος + επιρρμ. κατάλ. -εί / -ι (πρβλ. ανωνυμ-εί / ανωνυμ-ί)].
Greek Monotonic
πανδημεί: ή -μί, Δωρ. πανδᾱμί, επίρρ. του πάνδημος, με όλο τον λαό, μαζεμένος σε ένα σύνολο ή σώμα, σε Ηρόδ.· σε Αισχύλ., πανδημεὶ βοηθεῖν, στρατεύειν, λέγεται για το σύνολο ενός εκστρατευτικού σώματος, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανδημεί en πανδημῑ́, Dor. πανδᾱμεί [πάνδημος] adv., met het gehele volk, massaal.
Russian (Dvoretsky)
πανδημεί: и πανδημί, дор. πανδᾱμεί и πανδαμί adv. всенародно, всем населением, поголовно (τὸν βάρβαρον δέκεσθαι Her.; στείχειν Aesch.; ἐξέρχεσθαι Lys.; στρατεύεσθαι Thuc.).
Middle Liddell
[adverb of πάνδημος
with the whole people, in a mass or body, Hdt., Aesch.; π. βοηθεῖν, στρατεύειν, of a whole people going out to war, a levee en masse, Thuc.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ὅλοι μαζί). Εἶναι ἐπίρρημα τοῦ πάνδημος πᾶς + δῆμος (=λαός) τοῦ δαίω (=μοιράζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
cum universa populi multitudine, with the entire populace, 1.73.4, 1.90.3, 1.107.5. 1.126.6. 1.126.7. 2.31.1, 2.94.2. 3.3.3, 3.5.2. 3.7.4, 3.91.4. 3.94.1. 3.105.4, 3.110.1. 4.24.2. 4.25.7, 4.42.3. 4.90.1, 5.33.1. 5.54.1. 5.57.1. 5.64.2, 5.75.4. 5.82.6, 6.64.1, 6.64.3. 6.65.1, 6.67.2, (raptim, hastily, rapidly) item likewise 6.68.2, 6.75.2. 6.91.2, 6.96.3. 6.99.2, 8.61.3. 8.94.3.