παντογνώστης

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. παντογνώστρια
1. αυτός που γνωρίζει τα πάντα, πάνσοφος
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Παντογνώστης
προσωνυμία του Θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + γνώστης (πρβλ. αρχαιο-γνώστης). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].