ονος, ὁ, a
A know-all, Phld.Vit.p.32 J.
παντειδήμων: -ον, γνώστης πάντων, Φιλόδημ. περὶ κακιῶν XVIII, 11, ἔκδ. Sauppe.
-ονος, ὁ, Ααυτός που γνωρίζει τα πάντα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + εἰδήμων (πρβλ. πολυ-ειδήμων)].