παραδιδάσκω

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

   A produce again, παλαιὸν δρᾶμα IG22.2318.203.

German (Pape)

[Seite 476] (s. διδάσκω), falsch lehren, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραδῐδάσκω: διδάσκω ψευδῆ δόγματα, Εἰρηναῖος 441Β.

Greek Monolingual

Α
1. διδάσκω εκ νέου παλαιό δράμα, το ξανανεβάζω στη σκηνή
2. διδάσκω ψευδή δόγματα.