παπυρικός

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of papyrus, ἕλος BGU 1121.10,18 (i B. C.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / παπυρικός, -ή, -όν, ΝΑ πάπυρος
ο σχετικός με τον πάπυρο («παπυρικά ευρήματα»).