παρακαταπήγνυμι

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

   A drive in alongside, σταυρούς Th.4.90; ξύλα μακρά Thphr.HP8.3.2.

German (Pape)

[Seite 481] (s. πήγνυμι), daneben, dabei befestigen; σταυροὺς παρακαταπηγνύντας, Thuc. 4, 90; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαταπήγνυμι: ἐμπήγω κατὰ σειράν, ἐκ παραλλήλου, σταυροὺς παρακαταπηγνύντας Θουκ. 4. 90· ἐὰν παρακαταπήξῃ τις ξύλα μακρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 2.

French (Bailly abrégé)

ficher auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, καταπήγνυμι.

Greek Monolingual

Α
μπήγω κάτι κοντά σε άλλο στη σειρά («σταυροὺς παρακαταπηγνύοντες», Θουκ.).