παρακίω

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

[ῐ],

   A pass by, τινα Il. 16.263 (tm.).

German (Pape)

[Seite 483] (s. κίω), vorbeigehen, τινά, Il. 16, 263, in tmesi.

Greek (Liddell-Scott)

παρακίω: [ῐ], παρέχομαι, «περνῶ ἀπὸ κοντά», τινά Ἰλ. Π. 263, ἐν τμήσει.

Greek Monolingual

Α
περνώ μπροστά ή κοντά από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κίω «πορεύομαι, βαδίζω»].