παραπλανητικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συντελεί σε παραπλάνηση, αλλ. παραπειστικός («παραπλανητικές προεκλογικές υποσχέσεις»).
επίρρ...
παραπλανητικώς και -ά
με παραπλανητικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραπλάνηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].