παραπλάνηση
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
Greek Monolingual
η
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παραπλανώ, εκτροπή από την ευθεία οδό, αποπλάνηση, ξελόγιασμα
2. εξαπάτηση, ξεγέλασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραπλανώ. Η λ., στον λόγιο τ. παραπλάνηοις, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ].