παρεισφρέω

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

   A slip in, λαθραίως Tz.H.8.493.

German (Pape)

[Seite 513] eindringen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρεισφρέω: λαθραίως προσέρχομαι, Τζέτζ. Ἱστ. 8. 493, Φώτ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 499.

Greek Monolingual

ΝΜ
εισέρχομαι ή εισάγομαι με δόλο ή κατά λάθος (α. «παρεισέφρησαν σφάλματα» β. «είχαν παρεισφρήσει αναρχικά στοιχεία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εἰσφρέω «εισδύω, εισέρχομαι»].