εισδύω
From LSJ
ἡ Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech
Greek Monolingual
(AM εἰσδύω, Α και εἰσδύνω)
1. εισέρχομαι, μπαίνω μέσα
2. κατορθώνω και εισέρχομαι από στενό πέρασμα, από στενή δίοδο
3. εισέρχομαι κρυφά ή με δόλιο τρόπο
αρχ.
1. (για συναίσθημα) μπαίνω στην ψυχή, καταλαμβάνω κάποιον
2. κατέρχομαι στον αγώνα, παίρνω μέρος.