παραχώρημα
German (Pape)
[Seite 509] τό, die Sache, worin man nachgiebt oder weicht (?).
Greek Monolingual
Α παραχωρώ
(κατά τον Ησύχ.) «παραχωρημάτων
εκβολών».
[Seite 509] τό, die Sache, worin man nachgiebt oder weicht (?).
Α παραχωρώ
(κατά τον Ησύχ.) «παραχωρημάτων
εκβολών».