παραχωρώ

From LSJ

ἀνδρῶν γὰρ σωφρόνων μέν ἐστιν, εἰ μὴ ἀδικοῖντο, ἡσυχάζειν → for it is the part of prudent men to remain quiet if they should not be wronged

Source

Greek Monolingual

παραχωρῶ, -έω, ΝΜΑ
εκχωρώ, μεταβιβάζω σε άλλον πράγμα ή δικαίωμα
μσν.-αρχ.
αποσύρομαι προς τα πλάγια, κάνω τόπο για διευκόλυνση άλλων ή από σεβασμό
μσν.
1. παραλείπω
2. είμαι κατώτερος
αρχ.
1. υποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι
2. παρέχω, δίνω, χορηγώ
3. εγχειρίζω, παραδίδω
4. επιτρέπω
5. αναθέτω
6. (για το σάλιο) ρέω, τρέχω
7. φρ. «ἐνταῡθα παραχωρεῖ» — καταλήγει σ' αυτό.