παραχωρώ
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
Greek Monolingual
παραχωρῶ, -έω, ΝΜΑ
εκχωρώ, μεταβιβάζω σε άλλον πράγμα ή δικαίωμα
μσν.-αρχ.
αποσύρομαι προς τα πλάγια, κάνω τόπο για διευκόλυνση άλλων ή από σεβασμό
μσν.
1. παραλείπω
2. είμαι κατώτερος
αρχ.
1. υποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι
2. παρέχω, δίνω, χορηγώ
3. εγχειρίζω, παραδίδω
4. επιτρέπω
5. αναθέτω
6. (για το σάλιο) ρέω, τρέχω
7. φρ. «ἐνταῡθα παραχωρεῖ» — καταλήγει σ' αυτό.