παρεμπιπτόντως

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

επίρρ.
1. κατά παρέμβαση στο κυρίως θέμα, σαν σε παρένθεση, εκτός θέματος
2. συμπτωματικά, όχι προγραμματισμένα, τυχαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρεμπίπτων, -οντος, μτχ. του ρ. παρεμπίπτω + επιρρμ. κατάλ. -ως. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].