παρεμπίπτω

From LSJ

Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab

Menander, Monostichoi, 508
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεμπίπτω Medium diacritics: παρεμπίπτω Low diacritics: παρεμπίπτω Capitals: ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΩ
Transliteration A: parempíptō Transliteration B: parempiptō Transliteration C: parempipto Beta Code: parempi/ptw

English (LSJ)

A fut. -πεσοῦμαι Arist. APo.95b23:—creep in, effect an entrance, ἀρχαὶ π. λοιμῶν Democriteiap. Plu.2.733d, cf. Pl. Chrm.173d, LXX Wi.7.25, Alciphr.1.13; intrude, εἰς τὴν πολιτείαν Aeschin.2.173; βραχέα σοφῷ τύχη -πίπτει Epicur. Sent.16, cf. Plu Fab.19; παρεμπεσοῦσα ἡ σώματος φύσις πρὸς αὑτὴν ἡμᾶς εἵλκυσεν Plot.6.9.9; of enemies, effect an entrance, Ph.Bel.80.43; of humours, find their way, are diverted, Arist. GA768b36.
2 in Logic, of a term, to be inserted, Id.APr.42b8, APo.l.c.
3 Gramm., τὸ παρεμπῖπτον ἄρθρον the inserted article, A.D.Synt.33.18.
4 Medic., of intercident critical days, Gal.9.928.
b of the intercident pulse, Ruf.Syn.Puls.8.3, Gal.8.525.
5 generally, intervene, μὴ δυναμένου παρεμπεσεῖν σημείου S.E.M.9.423, cf. Plot.5.3.11, Iamb.Myst.1.4: Geom., of a line, fall in between curve and tangent, Euc.3.16, Apollon. Perg.Con.1.32.
6 occur, present itself, Arist.GA742b8; τὰ ἀεὶ -πίπτοντα Epicur.Ep.1p.31U.; εὶ ἀμφισβήτησις παρεμπέσοι Hermog.Inv.4.14.
II fall under the head of, τινι Plu.2.570f: abs., to be included in one form, A.D.Synt.259.5, cf. 21.2

German (Pape)

[Seite 515] (s. πίπτω), daneben, dazwischen hineinfallen, dazukommen, παρεμπίπτουσαν τὴν ἀνεπιστημοσύνην Plat. Charm. 173 d u. Folgde; παρεμπεσόντων εἰς τὴν πολιτείαν οὐκ ἐλευθέρων ἀνθρώπων, Aesch. 2, 173; εἰς τὰς ὁμιλίας, Clearch. bei Ath. VI, 257 a; u. übh. zufällig dazukommen, Sp.

French (Bailly abrégé)

1 tomber en même temps que, coïncider avec, τινι;
2 s'insinuer illégalement dans, avec εἰς et l'acc..
Étymologie: παρά, ἐμπίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-εμπίπτω ongemerkt binnensluipen, ongemerkt binnendringen.

Russian (Dvoretsky)

παρεμπίπτω: (fut. παρεμπεσοῦμαι) попадать, вторгаться, оказываться: π. εἰς Μακεδόνας Plut. врезаться в расположение македонцев; π. εἰς τὴν πολιτείαν Aeschin. затесаться в число граждан; παρεμπίπτουσα ἀνεπιστημοσύνη Plat. вторгающаяся невежественность, т. е. вмешательство невежд; εἰς τὸ μέσον π. Arst. оказываться посредине; ἡ τύχη παρεμπίπτει τῷ ἐφ᾽ ἡμῖν Plut. судьба вмешивается в наши действия.

Greek (Liddell-Scott)

παρεμπίπτω: μελλ. -πεσοῦμαι, ἐμπίπτω ἐν παρόδῳ, μετὰ δυσκολίας ἢ λαθραίως εἰσδύω, Δημόκτ. παρὰ Πλουτ. 2. 733Ε, Πλάτ. Χαρμίδ. 133D· π. εἰς τὴν πολιτείαν, ἐπὶ πολιτῶν ψευδῶς ἐγγεγραμμένων, Αἰσχίν. 51. 20· π. εἰς …, ὡσαύτως ἐπιπίπτω, προσβάλλω, Ἀριστ. π. Α. Γεν. 4. 3. 22. 2) ἐν τῇ Λογικῇ ἐπὶ ὅρου παρεμβάλλομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 25, 11, Ἀναλυτ. Ὑστ. 2. 12, 8. 3) καθόλου, συμβαίνω, παρουσιάζομαι, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 12· μεταξὺ Σεξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 423. ΙΙ. συμπίπτω μετά τινος, τινὶ Πλούτ. 2. 570F, κτλ.· ἀπολ., συμφωνῶ κατὰ τύπον, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 256.

Greek Monolingual

ΝΑ εμπίπτω
πέφτω κοντά ή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα, εισδύω
νεοελλ.
1. παρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι, μεσολαβώ, επεμβαίνω
2. παρεμβαίνω
αρχ.
1. εισχωρώ, εισέρχομαι κρυφά ή με δυσκολία («παρεμπεσόντων δ' εἰς τὴν πολιτείαν ἡμῶν», Αισχίν.)
2. (για εχθρό) προσβάλλω, πέφτω επάνω
3. (λογ.) παρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι («κἄν εἰς τὸ μέσον δὲ παρεμπίπτη, τὸν αὐτὸν τρόπον»)
4. ιατρ. (για διαλείποντα σφυγμό) παρεμβάλλομαι στις κρίσιμες ημέρες μιας ασθένειας
5. επεμβαίνω, συμβαίνω εν τω μεταξύ
6. (γεωμ.) (για γραμμή) παρεμβαίνω μεταξύ καμπύλης και εφαπτομένης
7. επέρχομαι, συμβαίνω, εμφανίζομαι («παρεμπίπτει γὰρ τὰ κινητικὰ τῶν μορίων πρότερα ὄντα τῇ γενέσει τοῦ τέλους», Αριστοτ.)
8. υποπίπτω στην κυριότητα κάποιου
9. συμφωνώ κατά τύπο («ὡς οὑ ψεῡδος μὲν έστι τὸ παρεμπίπτειν δισσὸν πρόσωπον», Απολλ. Δύσκ.)
10. φρ. «τὸ παρεμπίπτον ἄρθρον» — το παρεντιθέμενο άρθρο.

Greek Monotonic

παρεμπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι, αόρ. βʹ -ενέπεσον· διεισδύω λαθραίως, διολισθαίνω, μπαίνω κρυφά, σε Πλάτ., Αισχίν.

Middle Liddell

fut. -πεσοῦμαι aor2 -ενέπεσον
to fall in by the way, creep or steal in, Plat., Aeschin.