παρθενώδης

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

ες,

   A maiden-like, St.Byz. s.v. Παρθένιος.

German (Pape)

[Seite 522] ες (εἶδος), von jungfräulichem Ansehen, jungfräullch, St. B. v. Παρθένιος.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς παρθένον, παρθενικός, Στέφ. Β. ἐν λ. Παρθένιος.

Greek Monolingual

-ῶδες, παρθένος
Α ο όμοιος με παρθένο.