παρασφήνιον

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

τό,

   A side-block for wedging, IG11(2).159 A 38 (Delos, iii B.C.), PCair.Zen.759 (iii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

παρασφήνιον: τό, τὸ παρὰ τὸν σφῆνα τιθέμενον, Ἐπιγραφ. Δήλου a, 297, a. C. Michel 594, 88 (πρβλ. 98).

Greek Monolingual

τὸ, Α
μικρή σφήνα που τοποθετείται δίπλα στην κύρια σφήνα για να την στηρίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + σφήνα + κατάλ. -ιον].