σφήνα
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
η / σφήν, σφηνός, ὁ, ΝΜΑ
ξύλινο ή μεταλλικό πρισματικό εργαλείο με οξεία ακμή, που χρησιμεύει για τη διάσχιση στερεών σωμάτων
νεοελλ.
1. τεχνολ. μεταλλικό πρίσμα που χρησιμεύει για τη στερέωση κατά περιστροφική κίνηση δύο συγκεντρικών εξαρτημάτων, όπως ατράκτου και τροχαλίας ή τροχού
2. (ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό του τιτανίου και του ασβεστίου, το οποίο, σε κρυσταλλική ή συμπαγή μορφή, αποτελεί επουσιώδες συστατικό πολλών εκρηξιγενών πετρωμάτων, καθώς και τών γνευσίων, τών σχιστολίθων, τών κρυσταλλικών ασβεστολίθων και τών πηγματιτών, αλλ. τιτανίτης
3. κάθε όργανο που μοιάζει στο σχήμα ή στη λειτουργία με τη σφήνα
4. μτφ. καθετί που παρεμβάλλεται («διαφημιστική σφήνα»)
5. φρ. α) «βάζω σφήνες» — προσπαθώ να δημιουργήσω διχόνοια ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα συκοφαντώντας το ένα στο άλλο
β) «σφήνα έξαρσης»
(μετεωρ.) περιοχή υψηλών πιέσεων, η οποία παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο υφέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. σφᾱνίον, που εμφανίζει -ᾱ-, οδήγησε στην υπόθεση αρχικού αμάρτυρου σφᾱν (πιθ. < σφανσ-, πρβλ. χήν ή < σφά-ην). Αβέβαιη είναι η σύνδεση του τ. με την κοντινή σημασιολογικά λ. σπάθη. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. σφήνα (η), μεταπλασμένος κατά τα θηλ. σε -α].