A v. παραμένω.
[Seite 524] ep. statt παραμένω, Il. 13, 151. 15, 400.
poét. c. παραμένω.
inf. παρμενέμεν, aor. 1 παρέμεινε: remain with, stay by, hold out. (Il.)see παραμένω.
παρμένω v. παραμένω.
Αβλ. παραμένω.