παρεννοώ

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-έω
παρανοώ, αντιλαμβάνομαι με εσφαλμένο τρόπο, παρεξηγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εννοώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Εμμ. Γουβέλη].