αντιλαμβάνομαι
From LSJ
Περὶ τῶν ἐν κεφαλῇ τρωμάτων → Wounds in the Head, On Head Wounds
Greek Monolingual
(AM ἀντιλαμβάνω κ. -ομαι)
1. καταλαβαίνω, κατανοώ, εννοώ
2. έχω ικανότητα αντιληπτική
Περὶ τῶν ἐν κεφαλῇ τρωμάτων → Wounds in the Head, On Head Wounds
(AM ἀντιλαμβάνω κ. -ομαι)
1. καταλαβαίνω, κατανοώ, εννοώ
2. έχω ικανότητα αντιληπτική