πασίφιλος
English (LSJ)
ον, = foreg., ib.221 (ibid.), Sammelb. 6160.10, al. (Tell-el-Yahoudiyeh) ; ironical in PCair.Zen.454.12 (iii B.C.) :—fem. πασιφίλη, Sammelb. 7254 (Tell-el-Yahoudiyeh) : as pr. n., Archil.19.
German (Pape)
[Seite 531] = πάμφιλος, Allen lieb; Πασιφίλη Beiname einer Hetäre, Archil. bei Ath. XIII, 594 c.
Greek Monolingual
-ον, θηλ. και πασιφίλη, Α
αγαπητός σε όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι του πᾶς + φίλος].