πεζογραφικός

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πεζογράφο ή στην πεζογραφία.
επίρρ...
πεζογραφικώς
με πεζογραφικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Χ. Παμπούκη].