ον,
A five-branched, π. ἡ χείρ EM127.41.
[Seite 556] fünfzweigig, E. M
πεντάκλᾰδος: -ον, ὁ ἔχων πέντε κλάδους, π. ἡ χεὶρ Ε. Μ. 127. 41.
-ον, Ααυτός που έχει πέντε κλάδους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + κλάδος (πρβλ. ολιγό-κλαδος)].