πεντάκλαδος

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

ον,

   A five-branched, π. ἡ χείρ EM127.41.

German (Pape)

[Seite 556] fünfzweigig, E. M

Greek (Liddell-Scott)

πεντάκλᾰδος: -ον, ὁ ἔχων πέντε κλάδους, π. ἡ χεὶρ Ε. Μ. 127. 41.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πέντε κλάδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + κλάδος (πρβλ. ολιγό-κλαδος)].