πεπρίλος

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

ὁ, a kind of

   A fish, Hsch.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
είδος ψαριού που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμησης ανήκει στην οικογένεια stromateidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. σχηματισμένος από τη μηδενισμένη βαθμίδα του πέρδομαι με διπλασιασμό πε- και επίθημα -ίλος (πρβλ. ναυτ-ίλος)].