πεπρίλος
From LSJ
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
English (LSJ)
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
είδος ψαριού που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμησης ανήκει στην οικογένεια stromateidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. σχηματισμένος από τη μηδενισμένη βαθμίδα του πέρδομαι με διπλασιασμό πε- και επίθημα -ίλος (πρβλ. ναυτίλος)].
Frisk Etymological English
See also: s. πέρδομαι