πεπρίλος

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπρίλος Medium diacritics: πεπρίλος Low diacritics: πεπρίλος Capitals: ΠΕΠΡΙΛΟΣ
Transliteration A: peprílos Transliteration B: peprilos Transliteration C: peprilos Beta Code: pepri/los

English (LSJ)

ὁ, a kind of fish, Hsch.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
είδος ψαριού που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμησης ανήκει στην οικογένεια stromateidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. σχηματισμένος από τη μηδενισμένη βαθμίδα του πέρδομαι με διπλασιασμό πε- και επίθημα -ίλος (πρβλ. ναυτίλος)].

Frisk Etymological English

See also: s. πέρδομαι