περιαιρετός
English (LSJ)
ή, όν,
A that may be taken off, removable, ἅπαν [τὸ χρυσίον] Th.2.13; κόσμος Paus.1.25.7; προσωπεῖον Luc.Pr.Im.3, cf. Plu.2.828b.
German (Pape)
[Seite 568] ringsum weg- oder abgenommen, Luc. pro imag. 3 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιαιρετός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, ἅπαν [τὸ χρυσίον] Θουκ. 2. 13· κόσμος Παυσ. 1. 25, 7· προσωπεῖον Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 3· π. τι ποιεῖν Πλούτ. 2. 828Β.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
enlevé ou coupé tout autour.
Étymologie: περιαιρέω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / περιαιρετός, -ή, -όν, ΝΑ περιαιρώ
αυτός τον οποίο μπορεί να αποσπάσει κανείς από το σημείο που είναι προσαρμοσμένος (α. «περιαιρετή κλίμακα» — η ανεμόσκαλα
β. «τῆς Ἀθηνᾱς τὸ ἄγαλμα τὸν περιαιρετὸν ἀποδύσας κόσμον», Παυσ.).