πεντώρυγος

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

ον,

   A = πεντόργυιος, X.Cyn.2.5.

Greek (Liddell-Scott)

πεντώρυγος: -ον, ἴδε πεντόργυιος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(αττ. τ.) ο πεντόργυιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- + -ωρυγος, σπάνια μορφή με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. ὀργυιά].